- πάγκα
- (I)και πάγα, ηαμοιβή σε χρήματα που δίνεται ως αντάλλαγμα για παροχή εργασίας ή υπηρεσίας, μισθός, πληρωμή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. paga].————————(II)ηη μπάγκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. banca «τράπεζα» (βλ. και λ. μπάγκα)].
Dictionary of Greek. 2013.